- επεξιακχάζω
- ἐπεξιακχάζω (Α)αλαλάζω, φωνάζω θριαμβευτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εξ + ιακχάζω (< Ίακχος «θεός τών κραυγών»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεξιακχάσας — ἐπεξιακχά̱σᾱς , ἐπεξιακχάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐπεξιακχά̱σᾱς , ἐπεξιακχάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπεξιακχάσᾱς , ἐπεξιακχάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)